- τετραπλασίων
- τετρᾰπλᾰσί-ων, ον, gen. ονος,A = τετραπλάσιος, Dsc.1.61.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραπλασίων — τετραπλάσιος fourfold fem gen pl τετραπλάσιος fourfold masc/neut gen pl τετραπλασίων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασίων — ον, Α τετραπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπλάσιος + κατάλ. συγκριτ. ίων (πρβλ. πεντα πλασ ίων)] … Dictionary of Greek
τετραπλασίονα — τετραπλασίων neut nom/voc/acc pl τετραπλασίων masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασίονες — τετραπλασίων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασίονι — τετραπλασίων dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλασίονος — τετραπλασίων gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπλάσιον — τετραπλάσιος fourfold masc acc sg τετραπλάσιος fourfold neut nom/voc/acc sg τετραπλασίων masc/fem voc sg τετραπλασίων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)